Ασμένως υπογράφουσα...
ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΝΤΟΥ: Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΗΜΙ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝ ΜΟΥΡΑΤ. Της Λένας Σαββίδου.
Μάρτης του 1936 και στο πρώτο τεύχος των Ποντιακών φύλλων δημοσιεύεται ένα κείμενο του Καπασακάλη Κωνσταντίνου με θέμα του την ασήμωση της σκεπής της Μονής της Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα. Γνωρίζοντας σήμερα πως η Μονή δεν είναι ασημοσκέπαστη, το ενδιαφέρον τονώνεται για το τι διαδραματίστηκε τότε και η σκεπή του μοναστηριού διατηρήθηκε ως έχει.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Καπασακάλη, στα χρόνια του πολέμου της Αυτοκρατορίας με τους Πέρσες και κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Βεζύρη Φερχάτ Πασά εναντίον της Βαγδάτης, το στράτευμα του Βεζύρη που βρισκόταν στην περιοχή του Πυξίτη οδεύοντας προς Περσία, χρειάστηκε κατάλυμα. Γνωρίζοντας τη φιλοξενία των μοναχών της Μονής της Παναγίας Σουμελά, ο Βεζύρης αποφάσισε την εκεί παραμονή του.
Οι μοναχοί, άνθρωποι του Θεού και μαθημένοι στις ξαφνικές επισκέψεις, τον δέχθηκαν εγκάρδια, τον φίλεψαν και τον φιλοξένησαν. Ο Βεζύρης θαύμασε όχι μόνον την ομορφιά του τόπου και του μοναστηριού μα και την οργάνωση του. Είδε στην άκρη της γης, εκεί που ουρανός σκεπάζει τα δάση με τα σύννεφα του, ένα μοναστήρι με κτίσματα σωρό, περίλαμπρη αγιογράφηση, βιβλιοθήκες, μαγειρεία, φούρνους, αγροκτήματα και μια κοινότητα μοναχών σε πλήρη άνθιση, με οικονομική αυτάρκεια.
Στην ερώτηση του προς τον ηγούμενο πως τα κατάφεραν όλα τούτα αποκομμένοι έτσι όπως ζούσαν από τον υπόλοιπο κόσμο, ο ηγούμενος του μίλησε για ένα μυστικό ρητό που περνούσε μέσα στους αιώνες από ηγούμενο σε ηγούμενο και την ευλάβεια με την οποία το τηρούσαν και τα θαυμαστά αποτελέσματα του, που ήταν όλα τούτα που ο Βεζύρης έβλεπε και θαύμαζε. Ως ήταν φυσικό ο Βεζύρης θέλησε να το μάθει και ο ηγούμενος δεν του αρνήθηκε τη γνώση: «Μην αναβάλλεις για αύριο αυτό που σήμερα μπορείς να κάνεις».
Ενθουσιασμένος ο Βεζύρης διέταξε ευθύς αμέσως τούτο το ρητό να χαραχθεί στο ασημένιο κανάτι που χρησιμοποιούσε καθημερινά στην προσευχή του για να μην το ξεχάσει ποτέ.
Οι αμέσως επόμενες ημέρες βρήκαν το Βεζύρη πολύ μακρυά από το μοναστήρι της Παναγίας να μάχεται για την Αυτοκρατορία. Στη σκέψη του, η επίσκεψη του στη μονή είχε σβηστεί και μοναχά ο ενθουσιασμός του για την εκπόρθηση της Βαγδάτης επικρατούσε. Φτάνοντας στα τείχη της δέχθηκε αντιπροσωπεία των Περσών που τον επισκέφθηκε για να του παραδώσει αναίμακτα την πόλη με την παράκληση πως μιας και ο ήλιος είχε ήδη πέσει να γίνει η παράδοση της επόμενη το πρωί που όλοι θα ήταν πιο ξεκούραστοι. Δέχθηκε ο Βεζύρης και ευχαριστημένος ξεκίνησε τη διαδικασία της προσευχής του για να ευχαριστήσει το Θεό που όλα καλά του τα έφερε. Τότε είδε το ρητό στο κανατάκι, θυμήθηκε τον ηγούμενο της Σουμελά που του τόνισε πως όλα τα θαυμαστά με την ευλαβική τήρηση αυτού του ρητού τα κατάφεραν και αποφάσισε να προχωρήσει σε κατάληψη της Βαγδάτης το ίδιο εκείνο βράδυ, αθετώντας τον λόγο του.
Η κατάληψη της πόλης έγινε με ευκολία περισσή γιατί ο στρατός που φρουρούσε την πόλη δεν τον περίμενε, μα είχε επαναπαυτεί στα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων κι έτσι σε λίγες ώρες η Βαγδάτη ήταν στα χέρια του Βεζύρη. Εκείνο το πρωινό κι ενώσω ο Βεζύρης περιδιάβαινε τα τείχη της πόλης ως νικητής, διαπίστωσε πως στρατιωτικές ομάδες διάσωσης της πόλης ερχόταν από μακρυά. Τότε κατάλαβε το δόλιο σχέδιο των Περσών. Την ώρα που αυτός θα βρισκόταν μέσα στην πόλη και θα γινόταν η τελετή παράδοσης της, οι Περσικές δυνάμεις που θα κατέφθαναν, θα τον εγκλώβιζαν μέσα σε αυτήν και όντας ανάμεσα σε δυο πυρά θα ηττούνταν ήττα πικρή.
Πολέμησε και νίκησε τον στρατό που κατέφθασε για τη διάσωση της πόλης κι αφού ευχαρίστησε το Θεό που τελικά όλα του πήγαν όπως θέλησε, θυμήθηκε ξανά τον ηγούμενο της Σουμελά και ένοιωσε μέσα του την ανάγκη εμπράκτως να δείξει την ευγνωμοσύνη του.
Ένα χρόνο αργότερα την ησυχία της Μονής διατάρασσε θόρυβος πολύς από ασκέρι ολάκερο στρατιωτών κι εργατών που κατέφθασε με περισσή όρεξη για να εργαστεί για την ασημοσκέπαση της Μονής. Το χρυσόβουλο που παραδόθηκε στον Ηγούμενο τα εξηγούσε όλα. Σε αυτό ο ίδιος ο Σουλτάν Μουράτ ο Γ, απέδιδε την κατάληψη της Βαγδάτης στην καλή επιρροή που άσκησε ο ηγούμενος στη σκέψη και το λογισμό του Μεγάλου Βεζύρη και θέλοντας να τον ευχαριστήσει του έστελνε ασήμι κι εργάτες που θα σκέπαζαν την στέγη της Μονής με καθαρό ασήμι.
Τον αρχικό ενθουσιασμό των μοναχών για το ανέλπιστο και πλούσιο δώρο, αντικατέστησε η νηφάλια σκέψη του ηγούμενου ο οποίος ευγενικά αρνήθηκε το δώρο. Ο εκπρόσωπος του Σουλτάνου δεν πίστευε στ αυτιά του όταν άκουσε την άρνηση τούτη και συμβούλεψε να μην ανακινήσει τέτοιο θέμα η μονή, γιατί η προσβολή που θα ένοιωθε ο Σουλτάνος θα ήταν τέτοια που η ευγνωμοσύνη του θα μετατρεπόταν σε έχθρα.
Στα παρακάλια του ηγούμενου αντέδρασε με κωφότητα και ξεκίνησε να καλύπτει τη στέγη με ασήμι όπως είχε διαταγή να πράξει. Θορυβημένος ο ηγούμενος έστειλε αντιπρόσωπο στην Μητρόπολη Τραπεζούντας με την παράκληση να μεσολαβήσει στην Μεγάλη Πύλη και να αλλάξει το φιρμάνι. Δεν ήταν δυνατόν να δεχθεί η μονή ένα τέτοιο δώρο. Ήδη αποκομμένη και πλούσια όπως ήταν, δεχόταν συχνά ληστρικές επιθέσεις, αν ήταν και σκεπασμένη με ασήμι, οι μοναχοί άλλη δουλειά δε θα χαν από το να απωθούν ληστές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αφιερωθούν στην προσευχή τους στο Θεό που ήταν και ο μοναδικός λόγος για τον οποίον επέλεξαν να μονάσουν.
Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας έβαλε τα δυνατά του και πολύ σύντομα το αναιρετικό δεύτερο φιρμάνι είχε εκδοθεί. Σε αυτόν τον χρόνο όμως ήδη το μικρό πύργωμα που βρισκόταν στην μέση της στέγης του ιερού, είχε σκεπαστεί με ασήμι.
Ο Ηγούμενος το άφησε ως έχει και δεν το ξήλωσε θεωρώντας πως αφού έγινε, καλώς έγινε. Εξάλλου είχε γλυτώσει το μεγαλύτερο κακό, να διαταραχθεί η πνευματική ζωή της μονής.
Το άρθρο όπως δημοσιεύτηκε στο Pontos-News.GR
Μάρτης του 1936 και στο πρώτο τεύχος των Ποντιακών φύλλων δημοσιεύεται ένα κείμενο του Καπασακάλη Κωνσταντίνου με θέμα του την ασήμωση της σκεπής της Μονής της Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα. Γνωρίζοντας σήμερα πως η Μονή δεν είναι ασημοσκέπαστη, το ενδιαφέρον τονώνεται για το τι διαδραματίστηκε τότε και η σκεπή του μοναστηριού διατηρήθηκε ως έχει.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Καπασακάλη, στα χρόνια του πολέμου της Αυτοκρατορίας με τους Πέρσες και κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Βεζύρη Φερχάτ Πασά εναντίον της Βαγδάτης, το στράτευμα του Βεζύρη που βρισκόταν στην περιοχή του Πυξίτη οδεύοντας προς Περσία, χρειάστηκε κατάλυμα. Γνωρίζοντας τη φιλοξενία των μοναχών της Μονής της Παναγίας Σουμελά, ο Βεζύρης αποφάσισε την εκεί παραμονή του.
Οι μοναχοί, άνθρωποι του Θεού και μαθημένοι στις ξαφνικές επισκέψεις, τον δέχθηκαν εγκάρδια, τον φίλεψαν και τον φιλοξένησαν. Ο Βεζύρης θαύμασε όχι μόνον την ομορφιά του τόπου και του μοναστηριού μα και την οργάνωση του. Είδε στην άκρη της γης, εκεί που ουρανός σκεπάζει τα δάση με τα σύννεφα του, ένα μοναστήρι με κτίσματα σωρό, περίλαμπρη αγιογράφηση, βιβλιοθήκες, μαγειρεία, φούρνους, αγροκτήματα και μια κοινότητα μοναχών σε πλήρη άνθιση, με οικονομική αυτάρκεια.
Στην ερώτηση του προς τον ηγούμενο πως τα κατάφεραν όλα τούτα αποκομμένοι έτσι όπως ζούσαν από τον υπόλοιπο κόσμο, ο ηγούμενος του μίλησε για ένα μυστικό ρητό που περνούσε μέσα στους αιώνες από ηγούμενο σε ηγούμενο και την ευλάβεια με την οποία το τηρούσαν και τα θαυμαστά αποτελέσματα του, που ήταν όλα τούτα που ο Βεζύρης έβλεπε και θαύμαζε. Ως ήταν φυσικό ο Βεζύρης θέλησε να το μάθει και ο ηγούμενος δεν του αρνήθηκε τη γνώση: «Μην αναβάλλεις για αύριο αυτό που σήμερα μπορείς να κάνεις».
Ενθουσιασμένος ο Βεζύρης διέταξε ευθύς αμέσως τούτο το ρητό να χαραχθεί στο ασημένιο κανάτι που χρησιμοποιούσε καθημερινά στην προσευχή του για να μην το ξεχάσει ποτέ.
Οι αμέσως επόμενες ημέρες βρήκαν το Βεζύρη πολύ μακρυά από το μοναστήρι της Παναγίας να μάχεται για την Αυτοκρατορία. Στη σκέψη του, η επίσκεψη του στη μονή είχε σβηστεί και μοναχά ο ενθουσιασμός του για την εκπόρθηση της Βαγδάτης επικρατούσε. Φτάνοντας στα τείχη της δέχθηκε αντιπροσωπεία των Περσών που τον επισκέφθηκε για να του παραδώσει αναίμακτα την πόλη με την παράκληση πως μιας και ο ήλιος είχε ήδη πέσει να γίνει η παράδοση της επόμενη το πρωί που όλοι θα ήταν πιο ξεκούραστοι. Δέχθηκε ο Βεζύρης και ευχαριστημένος ξεκίνησε τη διαδικασία της προσευχής του για να ευχαριστήσει το Θεό που όλα καλά του τα έφερε. Τότε είδε το ρητό στο κανατάκι, θυμήθηκε τον ηγούμενο της Σουμελά που του τόνισε πως όλα τα θαυμαστά με την ευλαβική τήρηση αυτού του ρητού τα κατάφεραν και αποφάσισε να προχωρήσει σε κατάληψη της Βαγδάτης το ίδιο εκείνο βράδυ, αθετώντας τον λόγο του.
Η κατάληψη της πόλης έγινε με ευκολία περισσή γιατί ο στρατός που φρουρούσε την πόλη δεν τον περίμενε, μα είχε επαναπαυτεί στα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων κι έτσι σε λίγες ώρες η Βαγδάτη ήταν στα χέρια του Βεζύρη. Εκείνο το πρωινό κι ενώσω ο Βεζύρης περιδιάβαινε τα τείχη της πόλης ως νικητής, διαπίστωσε πως στρατιωτικές ομάδες διάσωσης της πόλης ερχόταν από μακρυά. Τότε κατάλαβε το δόλιο σχέδιο των Περσών. Την ώρα που αυτός θα βρισκόταν μέσα στην πόλη και θα γινόταν η τελετή παράδοσης της, οι Περσικές δυνάμεις που θα κατέφθαναν, θα τον εγκλώβιζαν μέσα σε αυτήν και όντας ανάμεσα σε δυο πυρά θα ηττούνταν ήττα πικρή.
Πολέμησε και νίκησε τον στρατό που κατέφθασε για τη διάσωση της πόλης κι αφού ευχαρίστησε το Θεό που τελικά όλα του πήγαν όπως θέλησε, θυμήθηκε ξανά τον ηγούμενο της Σουμελά και ένοιωσε μέσα του την ανάγκη εμπράκτως να δείξει την ευγνωμοσύνη του.
Ένα χρόνο αργότερα την ησυχία της Μονής διατάρασσε θόρυβος πολύς από ασκέρι ολάκερο στρατιωτών κι εργατών που κατέφθασε με περισσή όρεξη για να εργαστεί για την ασημοσκέπαση της Μονής. Το χρυσόβουλο που παραδόθηκε στον Ηγούμενο τα εξηγούσε όλα. Σε αυτό ο ίδιος ο Σουλτάν Μουράτ ο Γ, απέδιδε την κατάληψη της Βαγδάτης στην καλή επιρροή που άσκησε ο ηγούμενος στη σκέψη και το λογισμό του Μεγάλου Βεζύρη και θέλοντας να τον ευχαριστήσει του έστελνε ασήμι κι εργάτες που θα σκέπαζαν την στέγη της Μονής με καθαρό ασήμι.
Τον αρχικό ενθουσιασμό των μοναχών για το ανέλπιστο και πλούσιο δώρο, αντικατέστησε η νηφάλια σκέψη του ηγούμενου ο οποίος ευγενικά αρνήθηκε το δώρο. Ο εκπρόσωπος του Σουλτάνου δεν πίστευε στ αυτιά του όταν άκουσε την άρνηση τούτη και συμβούλεψε να μην ανακινήσει τέτοιο θέμα η μονή, γιατί η προσβολή που θα ένοιωθε ο Σουλτάνος θα ήταν τέτοια που η ευγνωμοσύνη του θα μετατρεπόταν σε έχθρα.
Στα παρακάλια του ηγούμενου αντέδρασε με κωφότητα και ξεκίνησε να καλύπτει τη στέγη με ασήμι όπως είχε διαταγή να πράξει. Θορυβημένος ο ηγούμενος έστειλε αντιπρόσωπο στην Μητρόπολη Τραπεζούντας με την παράκληση να μεσολαβήσει στην Μεγάλη Πύλη και να αλλάξει το φιρμάνι. Δεν ήταν δυνατόν να δεχθεί η μονή ένα τέτοιο δώρο. Ήδη αποκομμένη και πλούσια όπως ήταν, δεχόταν συχνά ληστρικές επιθέσεις, αν ήταν και σκεπασμένη με ασήμι, οι μοναχοί άλλη δουλειά δε θα χαν από το να απωθούν ληστές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αφιερωθούν στην προσευχή τους στο Θεό που ήταν και ο μοναδικός λόγος για τον οποίον επέλεξαν να μονάσουν.
Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας έβαλε τα δυνατά του και πολύ σύντομα το αναιρετικό δεύτερο φιρμάνι είχε εκδοθεί. Σε αυτόν τον χρόνο όμως ήδη το μικρό πύργωμα που βρισκόταν στην μέση της στέγης του ιερού, είχε σκεπαστεί με ασήμι.
Ο Ηγούμενος το άφησε ως έχει και δεν το ξήλωσε θεωρώντας πως αφού έγινε, καλώς έγινε. Εξάλλου είχε γλυτώσει το μεγαλύτερο κακό, να διαταραχθεί η πνευματική ζωή της μονής.
Το άρθρο όπως δημοσιεύτηκε στο Pontos-News.GR
ΟΙ ΤΕΜΕΤΕΡ: Ο χτενάς.
της Λένας Σαββίδου
Διαβάζοντας καταγραφές για τη ζωή στην Πατρίδα πριν τον Ξεριζωμό, αλλά και κατά την εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, πολλές φορές έχω συναντήσει ιστορίες απείρου ψυχικού κάλους που επειδή δεν μπορούν να ενταχθούν κάτω από έναν τίτλο από αυτούς που είθισται να δουλεύουμε όταν κατηγοριοποιούμε το υλικό μας, ιστορία, λαογραφία κτλ, μένουν στην άκρη και δεν δημοσιεύονται. Για αυτές σκέφθηκα λοιπόν να δημιουργήσω την κατηγορία, «οι τεμετέρ» κι έτσι σιγά σιγά να τις «βγάλω» στη δημοσιότητα.
Την σημερινή μας ιστορία της εντόπισα ξεφυλλίζοντας το πέμπτο τεύχος από τα Χρονικά του Πόντου που εξέδιδαν το 43 οι "Αργοναύται-Κομνηνοί, στην τότε στήλη της Λαογραφίας-Γλώσσας. Μου κίνησε το ενδιαφέρον που αυτός που την έγραψε, δεν υπέγραψε παρά με ένα κεφαλαίο Θ ενώ όλες οι καταγραφές στο περιοδικό χαίρουν φαρδιάς πλατιάς υπογραφής με το ονοματεπώνυμο των ερευνητών, όπως είναι και το σύνηθες. Προφανώς επρόκειτο για επιστολή που έλαβε η διεύθυνση του περιοδικού και τη δημοσίευσε χωρίς το όνομα του συντάκτη της, πάλι προφανώς, μετά από παράκληση του.
Στην ιστορία αυτή ο συντάκτης δίδει μια εικόνα κυρίαρχη, από τις χιλιάδες που χε στο νου του από τα χρόνια που ζούσε στην Τραπεζούντα. Σε αυτήν, η κεντρική φιγούρα είναι ένας χτενάς. Στα χρόνια λίγο πριν τον Ξεριζωμό θα ήταν μεσήλικας. Εκεί κοντά στα πενήντα του χρόνια. Οικογένεια δεν είχε, μα ούτε και φίλους. Μόνος του ζούσε και η μοναχικότητα ήταν επιλογή του μιας και πουθενά αλλού δεν τον έβλεπες πλην του μαγαζιού του. Κι εκεί όμως δεν καλλιεργούσε φιλίες και γνωριμίες. Όλη την ημέρα ήταν σκυμμένος πάνω στα εργαλεία του κι αργά το βράδυ έφευγε για να κλειστεί στο σπίτι του. Στα κοσμικά σαλόνια της πόλης δεν τον είδαν ποτέ λόγω φτωχικής καταγωγής μα και στις συγκεντρώσεις των Ελλήνων στην πόλη δεν είχε ποτέ του εμφανιστεί, σαν να μην νοιαζόταν για τα κοινά.
Στα στερνά εμφανιζόταν με επίδεσμο τοποθετημένο πάνω στο μάτι του το δεξί και φανερά ταλαιπωρημένος. Κάποιο πρόβλημα υγείας τον βασάνιζε και δυσχέραινε την εργασία του. Κάποτε έκλεισε για μέρες πολλές το μαγαζί. Οι πέριξ αυτού λέγανε πως πήγε στην Κωνσταντινούπολη για θεραπεία. Σαν επέστρεψε δεν ήταν πια ο ίδιος. Η ασθένεια τον είχε ταλαιπωρήσει πολύ και σύντομα πέθανε, ολομόναχος, όπως ολομόναχος είχε ζήσει, χωρίς ποτέ να αφήσει κανέναν να δει τι αληθινά έκρυβε η μοναχική του ψυχή.
Αυτή την αλήθεια όμως την έμαθε όλη η Τραπεζούντα όταν ανοίχθηκε η διαθήκη αυτού του ανθρώπου. Σε αυτήν όριζε όλη του την περιουσία, 500 χρυσές λίρες, να την κληρονομήσει το Φροντιστήριο Τραπεζούντας!
Άλλες εποχές, άλλα ιδανικά, υπέροχοι Άνθρωποι-πρότυπα.
της Λένας Σαββίδου
Διαβάζοντας καταγραφές για τη ζωή στην Πατρίδα πριν τον Ξεριζωμό, αλλά και κατά την εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, πολλές φορές έχω συναντήσει ιστορίες απείρου ψυχικού κάλους που επειδή δεν μπορούν να ενταχθούν κάτω από έναν τίτλο από αυτούς που είθισται να δουλεύουμε όταν κατηγοριοποιούμε το υλικό μας, ιστορία, λαογραφία κτλ, μένουν στην άκρη και δεν δημοσιεύονται. Για αυτές σκέφθηκα λοιπόν να δημιουργήσω την κατηγορία, «οι τεμετέρ» κι έτσι σιγά σιγά να τις «βγάλω» στη δημοσιότητα.
Την σημερινή μας ιστορία της εντόπισα ξεφυλλίζοντας το πέμπτο τεύχος από τα Χρονικά του Πόντου που εξέδιδαν το 43 οι "Αργοναύται-Κομνηνοί, στην τότε στήλη της Λαογραφίας-Γλώσσας. Μου κίνησε το ενδιαφέρον που αυτός που την έγραψε, δεν υπέγραψε παρά με ένα κεφαλαίο Θ ενώ όλες οι καταγραφές στο περιοδικό χαίρουν φαρδιάς πλατιάς υπογραφής με το ονοματεπώνυμο των ερευνητών, όπως είναι και το σύνηθες. Προφανώς επρόκειτο για επιστολή που έλαβε η διεύθυνση του περιοδικού και τη δημοσίευσε χωρίς το όνομα του συντάκτη της, πάλι προφανώς, μετά από παράκληση του.
Στην ιστορία αυτή ο συντάκτης δίδει μια εικόνα κυρίαρχη, από τις χιλιάδες που χε στο νου του από τα χρόνια που ζούσε στην Τραπεζούντα. Σε αυτήν, η κεντρική φιγούρα είναι ένας χτενάς. Στα χρόνια λίγο πριν τον Ξεριζωμό θα ήταν μεσήλικας. Εκεί κοντά στα πενήντα του χρόνια. Οικογένεια δεν είχε, μα ούτε και φίλους. Μόνος του ζούσε και η μοναχικότητα ήταν επιλογή του μιας και πουθενά αλλού δεν τον έβλεπες πλην του μαγαζιού του. Κι εκεί όμως δεν καλλιεργούσε φιλίες και γνωριμίες. Όλη την ημέρα ήταν σκυμμένος πάνω στα εργαλεία του κι αργά το βράδυ έφευγε για να κλειστεί στο σπίτι του. Στα κοσμικά σαλόνια της πόλης δεν τον είδαν ποτέ λόγω φτωχικής καταγωγής μα και στις συγκεντρώσεις των Ελλήνων στην πόλη δεν είχε ποτέ του εμφανιστεί, σαν να μην νοιαζόταν για τα κοινά.
Στα στερνά εμφανιζόταν με επίδεσμο τοποθετημένο πάνω στο μάτι του το δεξί και φανερά ταλαιπωρημένος. Κάποιο πρόβλημα υγείας τον βασάνιζε και δυσχέραινε την εργασία του. Κάποτε έκλεισε για μέρες πολλές το μαγαζί. Οι πέριξ αυτού λέγανε πως πήγε στην Κωνσταντινούπολη για θεραπεία. Σαν επέστρεψε δεν ήταν πια ο ίδιος. Η ασθένεια τον είχε ταλαιπωρήσει πολύ και σύντομα πέθανε, ολομόναχος, όπως ολομόναχος είχε ζήσει, χωρίς ποτέ να αφήσει κανέναν να δει τι αληθινά έκρυβε η μοναχική του ψυχή.
Αυτή την αλήθεια όμως την έμαθε όλη η Τραπεζούντα όταν ανοίχθηκε η διαθήκη αυτού του ανθρώπου. Σε αυτήν όριζε όλη του την περιουσία, 500 χρυσές λίρες, να την κληρονομήσει το Φροντιστήριο Τραπεζούντας!
Άλλες εποχές, άλλα ιδανικά, υπέροχοι Άνθρωποι-πρότυπα.
ΤΑ ΓΟΥCHDIΛΙΑ*- Η ΣΥΝΘΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Της Λένας Σαββίδου
Ποιος δε θυμάται αλήθεια την μυστική γλώσσα που ως παιδιά είχαμε καθιερώσει με τους φίλους μας να μιλούμε και την ονοματίζαμε «τα κορακίστικα». Μας βοηθούσε να λέμε ότι θέλουμε χωρίς οι μεγάλοι να καταλαβαίνουν τα περί των συνομωσιών μας και να φαινόμαστε και έξυπνοι στους υπόλοιπους που δεν ομιλούσαν καμιά άλλη ξένη γλώσσα πέρα των τετριμμένων και γνωστών Ευρωπαϊκών, Αγγλικά από το φροντιστήριο, Γαλλικά από το σχολείο κι άντε και κάποιοι κάποια λίγα Γερμανικά από τους θείους τους που ήσαν μετανάστες.
Αν νομίζουμε όμως πως μόνον εμείς ως παιδιά είχαμε το προνόμιο μιας δικής μας γλώσσας αυταπατώμεθα και δη οικτρά! Το αυτό έκαμαν ως παιδιά και οι παππούδες μας στον Πόντο! Τότε βέβαια δεν τα ονομάτιζαν «κορακίστικα» μαγουσντιλία!
Το πότε ξεκίνησε η χρήση της μυστικής αυτής γλώσσας στον Πόντο δεν το γνωρίζουμε με σιγουριά. Μαρτυρία του Δ. Οικονομίδη μας αναφέρει πως σίγουρα μιλιόντουσαν στην Αργυρούπολη του 1870 και πως ο ίδιος τα μιλούσε με τους φίλους τους ως νεαρός.
Όμοια με τα κορακίστικα, τα γουσντιλία χρησιμοποιήθηκαν για να κρύψουν από τα περίεργα αυτιά των μεγάλων, τα μυστικά των παιδιών.
Η γλώσσα αυτή βασιζόταν πάνω στην καθομιλουμένη κι έτσι το παιδί δε χρειαζόταν να σχηματίσει νέα γραμματική, λεξιλόγιο ή φωνητική. Απλά έπαιρνε την λέξη που ήθελε, τη χώριζε σε συλλαβές και πριν από την κάθε συλλαβή ή μετά από αυτήν έβαζε μια συνθηματική λέξη ή μια συνθηματική συλλαβή πχ όπως το «goudi»
Ας φέρουμε ένα παράδειγμα. Έστω πως θέλουμε να πούμε μυστικά τη λέξη «ο Γουρζουλᾶς»**. Αρχικά τη χωρίζουμε σε συλλαβές: ο-Γουρ-ζου-λᾶς.
Έπειτα μπροστά από κάθε συλλαβή βάζουμε το αγαπημένο μας πρόθεμα, έστω το «goudi». Έτσι έχουμε μια νέα λέξη με το άρθρο της στα γουσντιλία: goudi ο-goudi Γουρ- goudi ζου- goudi λᾶς.
Μια παραλλαγή που την απαντούμε στην περιοχή της Αργυρούπολης πάλι είναι η χρήση του γράμματος ρω ως εξής:
Έχουμε τη φράση: νέbρε μἀκούς ντό λέει σε ἀβοῦτος
Χωρίζουμε σε συλλαβές: νέ-bρε μἀ-κούς- ντό- λέει- σε- ἀ-βοῦ-τος
Βάζουμε σε κάθε συλλαβή το γράμμα ρ κι έπειτα βάζουμε να το ακολουθεί το φωνήεν της συλλαβής μας: νέρε-bρερε μἀρα-κουρούς- ντόρο- λέειρεει- σερε- ἀρα-βοῦρου-τορος***
Στην Τραπεζούντα αλλά και στην Αργυρούπολη οι έφηβοι συνήθιζαν ένα άλλο είδος γουσντιλίων που ήταν κάτι τι δυσκολότερο από τα γουσντιλία των μικρών παιδιών. Τι έκαμαν αυτοί: χώριζαν τις λέξεις μέσα στην πρόταση σε συλλαβές και ξεκινούσαν να τις προφέρουν από το τέλος προς την αρχή! Ένα πολύ ωραίο παράδειγμα που δίδει ο Οικονομίδης στη σχετική μελέτη του είναι και το παρακάτω:
λα-πολλ-τες-ψευ-ἔν’-τος-βοῦ-ἀ δηλαδή, πολλά ψεύτες ἔν’ ἀβοῦτος (Πολύ ψεύτης είναι αυτός).
Στην κατηγορία των γουσντιλίων ανήκει και η χρήση ορισμένων λέξεων που όμως χρησιμοποιούνται συνθηματικά με άλλην σημασία από την αρχική τους. Για παράδειγμα η λέξη ἀλεπός μπορεί να σημαίνει την γνωστή μας αλεπού μα στη συνθηματική της χρήση δείχνει τον Τούρκο, γιατί οι δικοί μας τον θεωρούσαν πονηρό ως αλεπού. Άλλο παράδειγμα το μαυροζώμ’ που στην κυριολεξία είναι το μαύρο ζουμί μα στη συνθηματική γλώσσα γίνεται ο γνωστός μας καφές. Αυτό το είδος των γουσντιλίων χρησιμοποιούνταν κυρίως από ενήλικες κι όχι από παιδιά. Τους βοηθούσε να μιλούν συνθηματικά και να μην γίνονται έτσι αντιληπτοί, εν μέσω Τούρκων που πολλοί από αυτούς κατανοούσαν σε καλό βαθμό την Ποντιακή.
*Η λέξη γουσντιλία είναι σύνθετη και προέρχεται από τις Τουρκικές λέξεις kuş που σημαίνει πτηνό και dil που σημαίνει γλώσσα. Στον ενικό αριθμό έχουμε την σύνθετη λέξη kuşdilin (κουσντιλίν) που σημαίνει γλώσσα των πτηνών. Οι Τούρκοι εννοούσαν με αυτήν την ακατάληπτη γλώσσα των νηπίων, ενώ οι Πόντιοι εννοούσαν την συνθηματική γλώσσα, τα κορακίστικα.
**Ο Γουρζουλᾶς είναι φανταστικό λαϊκό πρόσωπο. Είναι ηλικιωμένος, ενίοτε καπνίζει τσιμπούκι και μπαίνει στα σπίτια φέρνοντας μαζί του την αρρώστια. Τον συνέδεαν με την πανούκλα.
*** Όταν η τελική συλλαβή της λέξης αποτελείται από περισσότερα των δύο γραμμάτων πχ στο ἀ-βοῦ-τος το τος, τότε το ρ αφού πάρει το κατάλληλο φωνήεν, στην περίπτωση μας το ο και γίνει ρο, παίρνει και το τελικό σύμφωνο της λέξης, ἀρα-βοῦρου-τορος. Αν η συλλαβή μας είχε αρκτικά δύο σύμφωνα το ρ+φωνήεν θα έπαιρνε μόνον το ένα εξ αυτών πχ στη λέξη νέbρε ή δεύτερη συλλαβή bρε ξεκινά με δύο σύμφωνα και γίνεται bρερε χάνοντας το πρώτο της σύμφωνο.
Βιβλιογραφία
ΤΑ ΓΟΥCHDIΛΙΑ ΕΝ ΠΟΝΤΩ- Δ.Η. Οικονομίδου. Αρχείον Πόντου. Τόμος έβδομος. Αθήνα 1937.
http://www.pontos-news.gr/permalink/14075.html
Ποιος δε θυμάται αλήθεια την μυστική γλώσσα που ως παιδιά είχαμε καθιερώσει με τους φίλους μας να μιλούμε και την ονοματίζαμε «τα κορακίστικα». Μας βοηθούσε να λέμε ότι θέλουμε χωρίς οι μεγάλοι να καταλαβαίνουν τα περί των συνομωσιών μας και να φαινόμαστε και έξυπνοι στους υπόλοιπους που δεν ομιλούσαν καμιά άλλη ξένη γλώσσα πέρα των τετριμμένων και γνωστών Ευρωπαϊκών, Αγγλικά από το φροντιστήριο, Γαλλικά από το σχολείο κι άντε και κάποιοι κάποια λίγα Γερμανικά από τους θείους τους που ήσαν μετανάστες.
Αν νομίζουμε όμως πως μόνον εμείς ως παιδιά είχαμε το προνόμιο μιας δικής μας γλώσσας αυταπατώμεθα και δη οικτρά! Το αυτό έκαμαν ως παιδιά και οι παππούδες μας στον Πόντο! Τότε βέβαια δεν τα ονομάτιζαν «κορακίστικα» μαγουσντιλία!
Το πότε ξεκίνησε η χρήση της μυστικής αυτής γλώσσας στον Πόντο δεν το γνωρίζουμε με σιγουριά. Μαρτυρία του Δ. Οικονομίδη μας αναφέρει πως σίγουρα μιλιόντουσαν στην Αργυρούπολη του 1870 και πως ο ίδιος τα μιλούσε με τους φίλους τους ως νεαρός.
Όμοια με τα κορακίστικα, τα γουσντιλία χρησιμοποιήθηκαν για να κρύψουν από τα περίεργα αυτιά των μεγάλων, τα μυστικά των παιδιών.
Η γλώσσα αυτή βασιζόταν πάνω στην καθομιλουμένη κι έτσι το παιδί δε χρειαζόταν να σχηματίσει νέα γραμματική, λεξιλόγιο ή φωνητική. Απλά έπαιρνε την λέξη που ήθελε, τη χώριζε σε συλλαβές και πριν από την κάθε συλλαβή ή μετά από αυτήν έβαζε μια συνθηματική λέξη ή μια συνθηματική συλλαβή πχ όπως το «goudi»
Ας φέρουμε ένα παράδειγμα. Έστω πως θέλουμε να πούμε μυστικά τη λέξη «ο Γουρζουλᾶς»**. Αρχικά τη χωρίζουμε σε συλλαβές: ο-Γουρ-ζου-λᾶς.
Έπειτα μπροστά από κάθε συλλαβή βάζουμε το αγαπημένο μας πρόθεμα, έστω το «goudi». Έτσι έχουμε μια νέα λέξη με το άρθρο της στα γουσντιλία: goudi ο-goudi Γουρ- goudi ζου- goudi λᾶς.
Μια παραλλαγή που την απαντούμε στην περιοχή της Αργυρούπολης πάλι είναι η χρήση του γράμματος ρω ως εξής:
Έχουμε τη φράση: νέbρε μἀκούς ντό λέει σε ἀβοῦτος
Χωρίζουμε σε συλλαβές: νέ-bρε μἀ-κούς- ντό- λέει- σε- ἀ-βοῦ-τος
Βάζουμε σε κάθε συλλαβή το γράμμα ρ κι έπειτα βάζουμε να το ακολουθεί το φωνήεν της συλλαβής μας: νέρε-bρερε μἀρα-κουρούς- ντόρο- λέειρεει- σερε- ἀρα-βοῦρου-τορος***
Στην Τραπεζούντα αλλά και στην Αργυρούπολη οι έφηβοι συνήθιζαν ένα άλλο είδος γουσντιλίων που ήταν κάτι τι δυσκολότερο από τα γουσντιλία των μικρών παιδιών. Τι έκαμαν αυτοί: χώριζαν τις λέξεις μέσα στην πρόταση σε συλλαβές και ξεκινούσαν να τις προφέρουν από το τέλος προς την αρχή! Ένα πολύ ωραίο παράδειγμα που δίδει ο Οικονομίδης στη σχετική μελέτη του είναι και το παρακάτω:
λα-πολλ-τες-ψευ-ἔν’-τος-βοῦ-ἀ δηλαδή, πολλά ψεύτες ἔν’ ἀβοῦτος (Πολύ ψεύτης είναι αυτός).
Στην κατηγορία των γουσντιλίων ανήκει και η χρήση ορισμένων λέξεων που όμως χρησιμοποιούνται συνθηματικά με άλλην σημασία από την αρχική τους. Για παράδειγμα η λέξη ἀλεπός μπορεί να σημαίνει την γνωστή μας αλεπού μα στη συνθηματική της χρήση δείχνει τον Τούρκο, γιατί οι δικοί μας τον θεωρούσαν πονηρό ως αλεπού. Άλλο παράδειγμα το μαυροζώμ’ που στην κυριολεξία είναι το μαύρο ζουμί μα στη συνθηματική γλώσσα γίνεται ο γνωστός μας καφές. Αυτό το είδος των γουσντιλίων χρησιμοποιούνταν κυρίως από ενήλικες κι όχι από παιδιά. Τους βοηθούσε να μιλούν συνθηματικά και να μην γίνονται έτσι αντιληπτοί, εν μέσω Τούρκων που πολλοί από αυτούς κατανοούσαν σε καλό βαθμό την Ποντιακή.
*Η λέξη γουσντιλία είναι σύνθετη και προέρχεται από τις Τουρκικές λέξεις kuş που σημαίνει πτηνό και dil που σημαίνει γλώσσα. Στον ενικό αριθμό έχουμε την σύνθετη λέξη kuşdilin (κουσντιλίν) που σημαίνει γλώσσα των πτηνών. Οι Τούρκοι εννοούσαν με αυτήν την ακατάληπτη γλώσσα των νηπίων, ενώ οι Πόντιοι εννοούσαν την συνθηματική γλώσσα, τα κορακίστικα.
**Ο Γουρζουλᾶς είναι φανταστικό λαϊκό πρόσωπο. Είναι ηλικιωμένος, ενίοτε καπνίζει τσιμπούκι και μπαίνει στα σπίτια φέρνοντας μαζί του την αρρώστια. Τον συνέδεαν με την πανούκλα.
*** Όταν η τελική συλλαβή της λέξης αποτελείται από περισσότερα των δύο γραμμάτων πχ στο ἀ-βοῦ-τος το τος, τότε το ρ αφού πάρει το κατάλληλο φωνήεν, στην περίπτωση μας το ο και γίνει ρο, παίρνει και το τελικό σύμφωνο της λέξης, ἀρα-βοῦρου-τορος. Αν η συλλαβή μας είχε αρκτικά δύο σύμφωνα το ρ+φωνήεν θα έπαιρνε μόνον το ένα εξ αυτών πχ στη λέξη νέbρε ή δεύτερη συλλαβή bρε ξεκινά με δύο σύμφωνα και γίνεται bρερε χάνοντας το πρώτο της σύμφωνο.
Βιβλιογραφία
ΤΑ ΓΟΥCHDIΛΙΑ ΕΝ ΠΟΝΤΩ- Δ.Η. Οικονομίδου. Αρχείον Πόντου. Τόμος έβδομος. Αθήνα 1937.
http://www.pontos-news.gr/permalink/14075.html